- σκορδόζουμο
- το / σκορδόζουμον, ΝΜ(στο Βυζ.) ζουμί, χυμός από σκόρδα, που χρησιμοποιούσαν οι αγιογράφοι ως κολλητική ουσία στις ξύλινες αγιογραφίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορδόζουμο — το χυμός σκόρδων που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)